φυτοκομώ

φυτοκομώ
και φυτηκομῶ, -έω, ΜΑ [φυτοκόμος / φυτηκόμος]
καλλιεργώ και περιποιούμαι φυτά, ιδίως αμπέλια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φυτηκομώ — έω, ΜΑ βλ. φυτοκομῶ …   Dictionary of Greek

  • φυτοκομίζω — Α [φυτοκόμος] καλλιεργώ και περιποιούμαι φυτά, φυτοκομῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”